Sunday 22 May 2011

Ο Θεόφιλος στο Σκόπελο Γέρας



Ο οικοδεσπότης με το γυιό του. 1928. Τοιχογραφία Γ. Αντίκα.



Το καφενεδάκι πριν κατεδαφισθεί του Γ.Αντίκα στην είσοδο προς το Σκόπελο

Ο Θεόφιλος στο Σκόπελο Γέρας - Της Σαπφώς Βογιατζή
Είναι νωπή η θύμηση, στα χωριά της Γέρας, ενός ιδιόρρυθμου ζωγράφου περιπλανώμενου πού φορώντας πάντα φουστανέλα και κάπα χειμώνα καλοκαίρι, ζωγράφιζε στους τοίχους.
Ζούσε μόνο για την τέχνη του και μ' αυτή προσπαθούσε να επιβιώσει ιστορώντας τα μεγαλεία της φυλής μας και πλουτίζοντας τα καφενεία και τα σπίτια των ανυποψίαστων χωρικών με αριστουργήματα σπάνιας αισθητικής αρτιότητας.
Αυτός λοιπόν ο πλανόδιος ταχυδακτυλουργός της Ιστορίας μας πού άρχισε από Καραϊσκάκη και κατέληξε σε Μεγαλέξανδρο, ολοκλήρωσε στους ασβεστωμένους τοίχους των λαϊκών καφενείων με καθαρά πλαστικά μέσα και με λυρισμό την αληθινή μορφή της Ελλάδας και αποδείχτηκε ομηρικός και βυζαντινός μαζί.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ήταν γιος του Γαβριήλ Χατζημιχαήλ και της Πηνελόπης. Γεννήθηκε στα 1868 στη Βαρειά. Ο παππούς του απ' τη μητέρα του ο Κωνσταντής Ζωγράφος ήταν αγιογράφος από τα Μοσχονήσια. Τα γράμματα του Θεόφιλου είναι λίγα. Ήταν ζερβοχέρης. Ζωγράφιζε από παιδί και κατά την ώρα του μαθήματος.

Στις προσπάθειες του πατέρα του να τον κάνει χτίστη ή τσαγκάρη αντιστέκεται αποτελεσματικά. Δεκάξι περίπου χρονών χάνεται απ' τη Μυτιλήνη. Στα 1884 ο Θεόφιλος το σκάζει για τη Σμύρνη. Το 1885 πήγε σ' ένα τσιφλίκι φύλακας και κάθισε στα προξενείο της Σμύρνης καβάσης, ο ίδιος στα 1899 υπογράφει "Θεόφιλος ζωγράφος και άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλα". Κατοικεί στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου. Ζει καλά κερδίζει αρκετά χρήματα απ' τη ζωγραφική του αλλά του τα κλέβουν. Ντυμένος Μεγαλέξανδρος Οργανώνει ψευτομάχες και παρελάσεις στους δρόμους συνήθεια
πού την κρατά ως το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος καυχιέται ότι υπερασπίζοντας τη ζωή του Έλληνα προξένου σκότωσε ένα Τούρκο μπέη και φεύγει απ' τη Σμύρνη.
Κατά το 1909 μένει στο Βόλο και στα περίχωρα. Ζωγραφίζει πάνω σε κάθε επιφάνεια πού του προσφέρεται, ή αμοιβή του είναι ελάχιστη. Για να ζήσει κόβει ξύλα, κάνει το σοβατζή και το χαμάλη. Στα 1910-12 τοιχογραφεί το σπίτι του Γιάννη Κοντού. Σ' αυτή την εποχή πρέπει να τοποθετηθεί και ή αισθηματική ιστορία με τη θιασάρχαινα Βικτώρια.

Στη Θεσσαλία θα δείξει τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του ιδιοφυΐας. Τα έργα του της Θεσσαλίας όταν συγκριθούν με τα κατοπινά του της Μυτιλήνης δείχνουν μια πίκρα και μια ευγενική συγκράτηση πού μοιάζουν να τον οδηγούν σε μια ψυχρότατα. Οι στεναχώριες πού θα περάσει εκεί τον σπρώχνουν στο κλείσιμο στον εαυτό του στην αγάπη της μοναξιάς στην απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Απ' αυτήν την αυτοσυγκέντρωση θα βγουν πολλά έργα του ποτισμένα μ' ένα θερμό αίσθημα.
Οι φάρσες και τα χωρατά πού του κάνουν οι Βολιώτες δεν δημιουργούν ιδανικό κλίμα για τον αλαφροΐσκιωτο ζωγράφο και τον αναγκάζουν να φύγει πληγωμένος στο σώμα και στη ψυχή.

H γιορτή του κρασιού στα κτήματα του Α. Καμπά. Τοιχογραφία που υπήρχε στο σπίτι του Γ.Αντίκα

Στην Μυτιλήνη τον περιποιείται ο αδελφός του ο Σταύρος πολύ καιρό στην οδό Κολυμπάρας. Θα ζωγραφίσει ο Θεόφιλος τους τοίχους του σπιτιού. Αυτό το σπίτι θα καεί. Ζωγραφίζει και άλλες τοιχογραφίες στο σπίτι της Βαρείας.
Όλα αυτά όμως θα καταστραφούν από τους συγγενείς του γιατί αυτοί δεν υπολογίζουν ούτε τα έργα του και θεωρούν τον Θεόφιλο χαμένο άνθρωπο. Γιατί ή οικογένεια στην οποία ανήκει ένας ζωγράφος, είναι κάτι για το οποίο ο Ίδιος δεν ευθύνεται. Πολλές φορές ή ζωγραφική αρχίζει να παίρνει μια παράξενη λάμψη πού δεν είναι εύκολο να προσδιορίσεις από που προέρχεται. Απ' τον ίδιο τον άνθρωπο βέβαια απ' την πραγματικότητα.
Ο Θεόφιλος ήταν βραδύγλωσσος. Και οι Μυτιληνιοί και οι Βολιώτες τον θεωρούσαν πρόσωπο κατάλληλο για πειράγματα. Εύκολο μέσο παρηγοριάς στην ρουτίνα της κοπιαστικής ζωής τους.

Σαπφώ και Αλκαίος 1928. Τοιχογραφία Γ. Αντίκα.

Στον ώμο του είχε κρεμασμένο ένα τροβά και μια σημαία βυζαντινή με αετό. Στο ζωνάρι της φουστανέλλας του είχε τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Τα μαλλιά του μακριά τα έδενε κότσο.
Δούλευε καθισμένος καταγής. Δεν πήγαινε σε καφενεία ούτε σε διασκεδάσεις, δεν έπινε ούτε κάπνιζε όπως θυμούνται. Ήταν πράος και δεν βλασφημούσε ποτέ.

Ζωγράφισε πολλές εικόνες και τα πάθη του Χρίστου πού ανήκει στο Μουσείο Θεοφίλου της Βαρείας.
Σημαντική γνωριμία για το Θεόφιλο θα είναι ή συνάντηση του με τον Στρατή Ελευθεριάδη που ήταν εγκαταστημένος στο Παρίσι από πολύ νέος. Ο Ε. Teriade ο φίλος του Ματίς του Μπράκ του Πικάσσο, αυτός πού χρωστά πολλά ή εποχή μας για την σωστή τοποθέτηση των μεγάλων αυτών μορφών του αιώνα μας.


Όταν θα του μιλήσει ο Τεριάντ για μια δόξα στο Παρίσι θάναι κάτι πρωτόγνωρο για τον Θεόφιλο.
Το 1929. Ο Τεριάντ θα αγοράσει μερικά έργα του, θα του δώσει όμως τα μέσα να ζει και όσα υλικά χρειαζόταν να ζωγραφίζει. Τα έργα πού πήρε ο Τεριάντ δεν ήταν δώρο πού ο Θεόφιλος χάριζε σ' αυτόν πού τον βοήθησε. Ήταν ένα αντάλλαγμα μια αναγνώριση. Η παραγγελία αυτή του δόθηκε λίγα χρόνια πριν απ' το θάνατό του και την εξετέλεσε με επιτυχία.
Θα κάνει με τα έργα του μια ανακεφαλαίωση της
ζωγραφικής του γνώσης και της θεματογραφίας του. Θα ξεκαθαρίσει τα ζωγραφικά του συμπεράσματα.

Στο Σκόπελο έξω απ' το χωριό στη διακλάδωση του δρόμου προς το Πλωμάρι οικία Γ.Μ. Αντίκα, στο ΒΑ δωμάτιο του ισογείου άλλοτε καφενείο, είναι ζωγραφισμένοι και οι τέσσερις τοίχοι στο ταβάνι ήλιος. Από αριστερά: Κυνήγι - Γλάστρα - Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως -Σαπφώ και Αλκαίος - Γλάστρα - Εργοστάσιον Ανδρέα Καμπά - Λαγός - Μυτιληνιός ναργιλετζής - Αλαμάνα. (Οι καλύτερα διατηρημένες τοιχογραφίες). Ειδικά ή σύνθεση με τη Σαπφώ και τον Αλκαίο με την απίστευτη φινέτσα του χρώματος της, είναι όχι μόνο η καλύτερη διακόσμηση πού έχει κάνει ο Θεόφιλος, αλλά απ' τις πιο όμορφες τοιχογραφικές διακοσμήσεις πού έχουν γίνει. Καταπληκτική λεπτότητα και δροσιά στα χρώματα.
Στο Σκόπελο πάλι στη Λέσχη ιδιοκτησία Π. Γιαννίκου πρώην καφενείο Π. Κουρκουρή έζησε 20 μέρες ο Θεόφιλος και θα ζωγραφίσει τοιχογραφία 2 Χ 3 μ. Τοποθετήσεις στρατευμάτων Οδυσσέας Ανδρούτσος χάνι της Γραβιάς. Κάηκε μετά τα καφενείο. Πιθανόν να υπάρχει στον ένα τοίχο κάτω απ' τον ασβέστη.

Επίσης πάλι στου Φωλιαδή καφενείο τώρα φούρνος Βουγλάνη τοιχογραφία με 2 πελώρια άλογα, ο θάνατος του Πατρόκλου. Πολύ πετυχημένη σύνθεση κατά την μαρτυρία του Γ. Καψαλού. Επίσης είχε ζωγραφίσει το κάστρο και έξω απ' τη πύλη ο Δούρειος ίππος. Απαλά χρώματα είχε χρησιμοποιήσει εδώ. Ακόμη είχε ζωγραφίσει κασέλες, λάμπες και διάφορα άλλα αντικείμενα με το πιο μικρό τίμημα για ένα πιάτο φαγητά.
Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι, έπλυνε την όραση μας όπως καθαρίζει ο ουρανός και τα σπίτια και τα κόκκινο χώμα και τα φυλλαράκια των δέντρων ύστερα απ' τα απόβροχο κάτι από αυτό τον παλμό της δροσιάς.

Διακοσμητική γλάστρα και λαγός 1928. Τοιχογραφία Γ. Αντίκα.

Η αμάθεια του πολλές φορές είναι αυτή που δίνει στα έργα του τόση γοητεία. Όμως είναι αυτό τόσο σπάνιο που πριν δεν είχε γίνει για την ελληνική φύση - μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ' όλη την εσωτερική ζωντάνια της, και την ακτινοβολία της κίνησης της σαν μια ανθρώπινη ανάσα πού έμεινε σ' ένα γέρικο δέντρο σ' ένα κρυμμένο ανθό ή στο χορό μιας φορεσιάς, αυτά τα πράγματα τ' αναζητούσαμε πολύ, γιατί μας έλειψαν, αυτή τη χαρά μας έδωσε ο Θεόφιλος.
Η συνάντηση του με τον Τεριάντ καθώς και η παρέα που έκανε με τον πατέρα του ειρήνεψε τα τελευταία χρόνια του περιπλανώμενου ζωγράφου. Η συνάντηση με το γιο θα του δώσει μια ταραχή, και κάποιο τρακ, μα και τα φτερά πού έχουν τόση ανάγκη οι καλλιτέχνες. Κάποιος τον έπαιρνε γι' αυτό πού ήταν. Την εποχή που δούλευε τα έργα του Τεριάντ ο Θεόφιλος ήταν το 1934 από μια αδιαθεσία τον βρήκαν επάνω στην κουρελού πού συνήθιζε να κοιμάται νεκρό. Είχε ξεψυχήσει ξημερώματα του Ευαγγελισμού. Τον έθαψε η δημαρχία στο νεκροταφείο του Αγ. Παντελεήμονα. Ο τάφος του δεν υπάρχει πια.
Αυτή είναι η ιστορία του Θεόφιλου, όμοια με την ιστορία κάθε ανθρώπου που τυχαίνει να είναι καλλιτέχνης, σε μια κοινωνία πού δεν μπορεί να τον καταλάβει. Μα η άλλη η αληθινή του ιστορία ο θρύλος του, η ιστορία του πάθους του για τη ζωγραφική, ο ενθουσιασμός του και τα ιδανικά του γράφτηκαν για πάντα στους τοίχους της Μυτιλήνης και του Βόλου πάνω σε μπαμπακερά πανιά σε σανίδια τενεκέδες κασέλες σ' ότι του χάρισε ο Θεός.
Έζησε στον δικό του κόσμο τον κόσμο των ονειροπολήσεων, είδε τον κόσμο με τα αθώα του γαλανά μάτια αγνά και πλημμύρισε με τα δροσερά του χρώματα τους τοίχους των σπιτιών. Παραθέτοντας χρώμα δίπλα σε χρώμα χτίζει τα μουσικό φως - συγχρόνως ζωγραφικό, ελληνικό και σίγουρα δικό του - πού ξεχειλίζει και σήμερα ακόμη απ' τους τοίχους, τους ζωγραφισμένους από αυτόν.

Ελληνικός ο Θεόφιλος πέρα για πέρα λαϊκός και λιγοδίαιτος μαστορεύει τα έργα του με τίμια και ταπεινά μέσα. Με λιγοστά χρώματα σου δίνει την εντύπωση ενός μεγάλου πλούτου.
Χρησιμοποιούσε βαρελίσια χρώματα που τ' αγόραζε από τα χρωματοπωλεία, σαν βάση συνδετική έβαζε γάλα συκιάς, επίσης χρησιμοποιούσε και χρώματα που τα έπαιρνε απ' τη φύση. Πράγματι η ζωή χρωματισμένη με χρώματα ανεξίτηλα για όλες τις αισθήσεις αξίζει να τη χαρείς.
Είχε γεννηθεί με τα χαρίσματα ενός μεγάλου ζωγράφοι Αρμονία χρωμάτων, πλαστική φαντασία σχέδιο περιληπτικό κι εκφραστικό, πινελιά πούπάλλεται από ζωή. Ότι κάνει πολύτιμα τα έργα του είναι το κατόρθωμά του να δίνει όχι τα φαινόμενα της πραγματικότητας της φωτογραφίας μα την αίσθηση και την ουσία με πολύ λυρισμό, αίσθηση ρυθμού και αλήθειας που τον ανεβάζουν δίπλα στους δημιουργούς μιας ουσιαστικής και απέριττης ζωγραφική σε παγκόσμια κλίμακα. Βλέποντας ένα έργο του Θεόφιλο δεν έχουμε την εντύπωση πώς βλέπουμε ένα τοπίο από μακριά. Νοιώθουμε ότι το ζούμε, πώς το διασχίζουμε. Η δροσιά των δέντρων τα νερά μας τριγυρίζουν. Μόνο Μπονάρ και ο Θεόφιλος, κατάφερναν να μας δώσουν αυτή την αίσθηση. Τα γαλάζια εκστατικά μάτια του Θεόφιλου παιδικά μέχρι τα γεράματα δίνουν ένα κόσμο πού σφύζει από λεβεντιά και δροσιά. Είναι η ταυτότητα της ελληνική φυλής.
Το πιο πολυτιμότερο πράγμα που είχε ήταν η μικρή κασέλα που έβαζε τα σύνεργα της δουλειάς του και τα βιβλία του. Ένα ξύλινο μπαουλάκι ζωγραφισμένο ολόκληρο με το χέρι του. Διατηρείται όπως βρέθηκε δίπλα στο ζωγράφο νεκρό την παραμονή του Ευαγγελισμού 1934 Όταν τ' ανοίξεις τα σημάδια της ζωής ενός σωστό ολοκληρωμένου ανθρώπου αποκαλύπτονται συγκλονιστικά. Νοιώθεις έντονη την παρουσία μιας ζωής πού τίποτα δεν πήγε χαμένο.

Αυτό είναι το μυστήριο της ζωγραφικής. Δύο τρία νερωμένα χρώματα πάνω σ' ένα πανί έχουν την δύναμη να δικαιώσουν στον αιώνα με τη μορφή τους ή με το θρύλο τους αδικημένες αθώες ψυχές παραγνωρισμένες μεγάλες αγάπες και τον λίθον όν απεδοκίμασαν οικοδομούντες να τον θέτουν εις κεφαλήν γωνίας.

* Το κείμενο προέρχεται από το 4-5ο Τεύχος της "Γέρας" 1980.